σπαρταρώ

σπαρταρώ
Ν
1. σφαδάζω, ασπαίρω, τινάζομαι σπασμωδικά («το πουλί σπαρταρούσε με σπασμένα τα φτερά»)
2. αναταράσσομαι, συγκλονίζομαι από έντονη συγκίνηση ή άλλο συναίσθημα (α. «σπαρταρούσε από φόβο κρυμμένο πίσω από την πόρτα» β. «σπαρταρώ από γέλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπαίρω «σφαδάζω, σπαρταρώ» ή < σπαράζω, κατά το λαχταρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπαίρω — Α 1. κινούμαι σπασμωδικά 2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω* «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει… …   Dictionary of Greek

  • περισπαίρω — Α 1. ασπαίρω, σπαράζω, σφαδάζω γύρω από κάτι, σπαρταρώ ολόγυρα («περισπαίροντες αὐτοῑς καὶ ἵπποις», Πλούτ.) 2. αγωνιώ σπασμωδικά, ψυχορραγώ («ψυχὴν περισπαίροντι», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπαίρω «έχω σπασμούς, σφαδάζω, σπαρταρώ»] …   Dictionary of Greek

  • σπαρταρίζω — Ν σπαρταρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρταρώ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • σφαδάζω — ΝΜΑ, και σφαράζω και σφαράσσω Ν, και δ. γρφ. σφαδάζω και σφαδαΐζω και σφραδάζω Α κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με σφοδρότητα, σπαρταρώ (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ τού δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • υποσπαίρω — ΜΑ μσν. (για σφυγμό) χτυπώ αμυδρά αρχ. 1. (ιδίως για ετοιμοθάνατο) σπαράζω, σπαρταρώ λίγο 2. φρ. «ἀτάκτως ὑποσπαίρω» αναπνέω με κοφτές και ακανόνιστες αναπνοές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σπαίρω «σπαράζω, σπαρταρώ»] …   Dictionary of Greek

  • σπαρταράω — και σπαρταρώ σπαρταρούσα και σπαρτάριζα, σπαρτάρισα 1. τινάζομαι βίαια, σφαδάζω: Το ακέφαλο σώμα του σπαρταρούσε ακόμα. 2. μτφ., «Σπαρταράει η καρδιά μου», ανησυχώ πολύ, νιώθω μεγάλη αγωνία· «Σπαρταρώ από τα γέλια», γελάω πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσπαίρω — ἀποσπαίρω (Α) σπαρταρώ …   Dictionary of Greek

  • αποσπαρθάζω — ἀποσπαρθάζω (Α) τρέμω, ριγώ, σπαρταρώ …   Dictionary of Greek

  • ασπαίρω — ἀσπαίρω (Α) 1. σπαρταρώ 2. αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ» Το αρχικό α τού ρ. είναι υστερογενές… …   Dictionary of Greek

  • λαγγεύω — 1. λιγώνω, ξελιγώνω, κάνω κάποιον να αποχαυνωθεί ερωτικά 2. κάνω νάζια, σκέρτσα 3. πηδώ, σκιρτώ, σπαρταρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγγάζω κατά τα ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”